-
1 νοτος
ὅ1) нот, южный ветер(ν. καὴ ὅ λὴψ ἄνεμοι ὑετώτατοι Her.)
2) югπρὸς μεσαμβρίης τε καὴ νότου Her. — на юг;
τὸ πρὸς νότον τῆς πόλεως Thuc. — южная часть города
1 νοτος
(ν. καὴ ὅ λὴψ ἄνεμοι ὑετώτατοι Her.)
πρὸς μεσαμβρίης τε καὴ νότου Her. — на юг;